- ταὐτοῖος
- ταὐτοῖος, α, ον,A resembling or approaching identity, Dam.Pr.350, 439.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταυτοίος — οία, ον, ΜΑ ο περίπου ίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτός«ο αυτός, ο ίδιος» + επίθημα οῖος (πρβλ. ποῖος, τοῖος)] … Dictionary of Greek